- υποβλήδην
- και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- επίρρ.1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.)2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)3. σε απάντηση, απαντώντας4. μιλώντας με την σειρά του5. υποβολιμαία, ψευδώς («μητέρες ὑποβλήδην ἔκειντο», Μαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη- τού ὑποβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπε-βλή-θην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. παραβλή-δην].
Dictionary of Greek. 2013.